- temennah
- see temenna.
Saja Türkçe - İngilizce Sözlük. 2010.
Saja Türkçe - İngilizce Sözlük. 2010.
τεμενάς — ο, Ν 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση τού δεξιού χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα και το μέτωπο 2. στον πληθ. οι τεμενάδες (κατ επέκτ.) εκδήλωση δουλικής υποταγής («αυτός δεν κάνει τεμενάδες σε κανέναν»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
темане — (тур. temennah) турски начин на поздравување при кој, со мал поклон, раката се става на срцето, а потоа на челото … Macedonian dictionary
cilamak — arzu, taleb, temennah eylemek … Çağatay Osmanlı Sözlük